Θα έχετε καταλάβει μέχρι τώρα πως οι μέρες μου κυλάνε δύσκολα. Για να το περιγράψω καλύτερα, μοιάζουν με φίδια, που σέρνονται νωχελικά σε βραχώδεις επιφάνειες. Όλα αντιμετωπίζονται: λίγο χιούμορ, λίγο γράψιμο, ατέλειωτο περπάτημα (Θεέ μου, πόσο περπάτημα), και ευτυχώς μερικοί άνθρωποι που αγαπώ και υπάρχουν ακόμη γύρω μου. Στα δύσκολα όμως, όταν δεν μπορώ να πάρω τους δρόμους (κόπωση, κακή διάθεση κτλ), όταν δεν μπορώ να δω κανέναν ή να φέρω κανέναν κοντά μου, όταν δεν έχω ούτε μια σταγόνα διάθεσης για αστεία, γράφω. Το γράψιμο με κρατάει, μετά με σπρώχνει πάλι προς όλα τα παραπάνω που όντως βοηθούν.
Δεν ξέρω αν με ωφελεί πραγματικά να γράψω ακόμη ένα κείμενο. Δεν ξέρω αν με ωφέλησε ποτέ η ανάγκη να καταφεύγω στο πληκτρολόγιο. Ίσως δεν ωφέλησε, ίσως δεν ωφελεί. Από την άλλη, έχω πάντα την ίδια γνώμη: «Το νιώθεις; Κάν’ το. Θα δεις τις συνέπειες μετά». Το λένε "ζωή". Έτσι πορεύτηκα μέχρι τα είκοσι-πέντε μου περίπου, και κάπου μέσα μου το αναγνωρίζω ως μικρό κατόρθωμα. Η ωρίμανση, η ομολογουμένως αργοπορημένη, η ασθμαίνουσα,ήρθε αργότερα για μένα απ’ ό,τι για άλλους συνομήλικους. Και το αστείο είναι ότι τώρα βλέπω αυτούς τους τόσο ώριμους “συμμαθητές” μου (γενικός ο όρος, δεν πήγαμε και όλοι μαζί σχολείο) να μπεμπεδίζουν και να λειτουργούν παρορμητικά, την ώρα που εγώ έχω κουραστεί πια από αυτό το παιχνίδι. Νομίζω, νομίζω (!!!!!!) πέθανα στα είκοσι-πέντε μου.
Όταν καμιά φορά τύχει να μιλήσω σε κάποιον, νιώθω μια χαρά απότομη, σχεδόν ανεξήγητη. Απότομη, επιμένω. Και ύστερα πέφτω με τον ίδιο ρυθμό στα τάρταρα. Δεν θέλω να το αναλύω πολύ. Άλλωστε όσο το αναλύω, τόσο μπερδεύομαι, τόσο συγχίζομαι, τόσο πιέζομαι. Το σώμα μου χτυπάει καμπανάκια με τρόπους που δεν περιγράφονται, και στο τέλος ούτε ο ύπνος δεν με παίρνει. Αν με πάρει, είναι γεμάτος εφιάλτες και βαθιά λύπη. Κι όμως στο ενδιάμεσο πρέπει να λειτουργήσω: να ξυπνήσω, να πάω στη δουλειά, να φερθώ “καθώς πρέπει” για ώρες, και μετά να βρω χρόνο και κουράγιο να συντηρήσω συνδέσεις, λες και αν χαλαρώσω λίγο θα πεθάνω μόνη, ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι.
Κι επειδή δεν ξέρω αν βοηθάει να γράψω, το κάνω έτσι κι αλλιώς. Καλό δεν είναι καμιά φορά το να μην ξέρεις; Όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω το «η άγνοια είναι ευτυχία». Παλιά το κορόιδευα. Το βασικό μου βάρος (το οποίο νιώθω σαν πόνο από χτύπημα του μικρού δαχτύλου του ποδιού σε γωνία μεταλλική ή ξύλινη) είναι ότι «ξέρω πολλά» και μάλιστα πολλά από αυτά δεν ήθελα καν να τα μάθω. Από τα 25 και μετά κουβαλάω μια μόνιμη γνώση που σίγουρα δεν ζήτησα και δυστυχώς δεν ξέρω πώς να την αφήσω. Χαρά απότομη, λύπη απότομη. Όλα απότομα. Πού σταματάει αυτό; Πότε; Νιώθω πως βρίσκομαι σε τρένο, λεπτά πριν από μετωπική σύγκρουση. Κάποιος να πατήσει το φρένο. MAKE IT STOP.
Σήμερα, στη δουλειά, έγινε κάτι μικρό. Ασήμαντο και σε συναναστροφή έξω, τετ α τετ δε θα το ανέφερα καν. Αλλά εδώ έχω την αίσθηση πως ό,τι γράψω θα πάει μόνο του εκεί που πρέπει να πάει. Θα το βρει ο άνθρωπος που πρέπει να το βρει. Δεν χρειάζονται φωνές. Ο λόγος θα υπάρχει. Έχω αυτό το χαζό κόμπλεξ κατωτερότητας που εμφανίζεται εκεί που δεν το θέλω. Κι αυτή την αργή επεξεργασία γεγονότων, που με αφήνει παγωμένη ώσπου να συνέλθω. Δεν είμαι η μόνη, το ξέρω. Αλλά πού είστε; Απλά.. πού είστε;
Η δουλειά σαν δουλειά είναι μια χαρά. Χρήσιμη, απαραίτητη, σχεδόν δώρο. Μου αρέσει να είμαι απασχολημένη, να έχω έναν τρόπο να πληρώνω λογαριασμούς, να στέκομαι στα πόδια μου, κι ας μην είναι αυτός ο τρόπος η δουλειά των ονείρων μου. Αρκεί που υπάρχει κάτι να μάθω και κάτι να δώσω. Αρκεί που υπάρχει μια σχέση «δούναι και λαβείν» σε στοιχειώδη ισορροπία.
Μόνο που καμιά φορά η δουλειά παύει να είναι ασφαλής. Όταν κάποιος την μπερδεύει με φιλία. Ή χειρότερα, με οικογένεια. Όταν η παρατήρηση γίνεται σαν εκείνη που κάνεις σε παιδί: με συγκατάβαση, με αυστηρότητα που δεν ταιριάζει. Όταν η επαγγελματική σχέση χάνει τη δομή της, τότε κάτι μέσα μου κλονίζεται. Σε επαγγελματικό πλαίσιο όλα ακούγονται διαφορετικά· μπορείς να μάθεις από αυτά. Αλλά όταν η συμπεριφορά θυμίζει οικογένεια, γίνεται απλά απαράδεκτο. Με βάζει σε σκέψεις...
Σκέφτομαι μήπως κουράζω με όλα αυτά. Μήπως κουράζουν τα γραπτά μου. Αλλά όχι, δεν πρέπει. Όποιος θέλει να διαβάσει, θα διαβάσει. Όποιος θέλει να κρατήσει κάτι, θα το κρατήσει. Και εγώ θα γράψω μέχρι να βγει ό,τι πρέπει να βγει. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν φίλτρο, που δεν καταπίνουν ό,τι τους σερβίρεται. Που κρατούν το δικό τους μικρό αληθινό κομμάτι, αυτό που τους μίλησε. Για τα υπόλοιπα, υπάρχουν πολλά για τα οποία λυπάμαι. Πάρα πολλά. Δεν χωράνε εδώ.
Κλείνοντας, ελπίζω απλά σε όλα τα καλά που περιμένουμε. Έχω τη θέληση και το νεύρο να αντέξω κι άλλα. Το μόνο που χρειάζομαι είναι μια λευκή σελίδα και η δυνατότητα να αφήσω επάνω της ό,τι πρέπει να μείνει πίσω. Κάθε μέρα, ένα βήμα. Κάθε μέρα, τουλάχιστον ένα μικρό.
'Till next time.
*Φωτογραφία απ' το Pinterest, αφήνω το link εδώ.

No comments:
Post a Comment